Κουρτίου

Κουρτίου
Κούρτιος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κούρτιος, Ρούφος — (Rufus Curtius, 1ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ιστορικός. Έγραψε μια μυθιστορηματική βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Historia Alexandri Magni Macedonis, 69 70 μ.Χ.) σε δέκα βιβλία, η οποία περιλαμβάνει μάχες, ραδιουργίες, εγκλήματα, ευγενικά και… …   Dictionary of Greek

  • Ραβίριος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος που αναφέρεται από τον Κικέρωνα (Acad. I, 5). 2. Γάιος. Γιος του Γάιου Κούρτιου. Τραπεζίτης που οι επαγγελματικές του δραστηριότητες κάλυπταν όλο σχεδόν το τότε ρωμαϊκό κράτος. Ο Ρ. είχε διεισδύσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”